πάροινον

πάροινον
приверженному вину
приверженным вину

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πάροινον" в других словарях:

  • πάροινον — πάροινος masc/fem acc sg πάροινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροινος — ον, ΜΑ μσν. ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.) αρχ. 1. παροίνιος* 2. οινοπότης, μέθυσος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον η ιδιότητα τού παροίνου, η παροινία*. επίρρ... παροίνως Α κατά τον τρόπο τού παροίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἶνος… …   Dictionary of Greek

  • πλήκτης — ὁ, Α [πλήσσω] 1. αυτός που τού αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ) 2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»